- ιδεολογία
- Όρος που αναφέρεται σε ένα σύνολο φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών και έλαβε ποικίλες σημασίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντεστί Ντε Τρασί (1754–1836) για να δηλώσει την επιστήμη των ιδεών και της προέλευσής τους. Προοριζόταν να αντικαταστήσει τον όρο ψυχολογία, που είχε κριθεί ανεπαρκής επιστημονικά, γιατί παρέπεμπε στην έννοια της ψυχής. Ωστόσο, ο Βοναπάρτης αντιμετώπισε τους εισηγητές της ι. (τον Ντε Τρασί, τον Καμπανίς, τον Βόλνεϊ, τον Ντονού) ως αντιπάλους. Δημιούργησε τον όρο ιδεολόγοι για να γελοιοποιήσει τους ανθρώπους αυτούς, επειδή πίστευαν στη δυνατότητα διαρκούς τελειοποίησης του ανθρώπινου γένους. Η ι. έγινε συνώνυμη με το πολιτικοκοινωνικό όνειρο που δεν στηρίζεται σε καμία πραγματικότητα και δεν καταλήγει σε καμία πρακτική εφαρμογή.
Η σύγχρονη χρήση του όρου αναφέρεται σε ένα σύνολο πεποιθήσεων που προσιδιάζουν σε μια κοινωνία ή σε μια κοινωνική τάξη. Ωστόσο, ο όρος ι. διατηρεί συχνά το επιτιμητικό νόημα που του είχαν δώσει ο Ναπολέων και ο Σατομπριάν, οι οποίοι τη θεωρούσαν ως σύστημα μάλλον ιδεατών παρά πραγματικών σκέψεων, αποκομμένων από την πρακτική και τη βιωμένη εμπειρία.
Η σημασία αυτή ενισχύθηκε και διευκρινίστηκε από τον Μαρξ και τον Ένγκελς (Γερμανική ιδεολογία, 1845). Με τον όρο ι. εννοείται κάθε σκέψη αποσπασμένη από την πραγματικότητα, που αναπτύσσεται αφηρημένα πάνω σε αποκλειστικά δικά της δεδομένα· στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί έκφραση κοινωνικών γεγονότων (ιδιαίτερα οικονομικών), για τα οποία δεν έχει συνείδηση αυτός που την κατασκευάζει. Είναι μια προσπάθεια σκέψης που αποβλέπει να νομιμοποιήσει –με κίνητρα φαινομενικά ορθολογικά– ευνοϊκές θρησκευτικές ή πολιτικές συμπεριφορές για μια τάξη ή ένα κόμμα. Σύμφωνα με τον Έγκελς, «η ι. είναι μια νομοτέλεια που ο υποτιθέμενος διανοητής ακολουθεί ασφαλώς ενσυνείδητα, αλλά με σφαλερή συνείδηση». Γι’ αυτό, κατά τον Μαρξ, ο φιλελευθερισμός του αστικού κράτους δεν είναι παρά μια ι.: αυτοπροβάλλεται ως αμερόληπτος, υποστηρίζει ότι δημιουργεί έναν δίκαιο νομικό θεσμό με καθολική ισχύ, ενώ δεν αποτελεί παρά ένα όργανο καταπίεσης. Οι δικαστές έχουν τη δυνατότητα ναδικάσουν συνειδητά, η συνείδησή τους όμως σφάλλει, γιατί στην παρούσα περίσταση το δίκαιο που εφαρμόζεται είναι ταξικό και προστατεύει ένα καθεστώς ιδιοκτησίας.
Με την έννοια αυτή η ι. δεν είναι άσχετη με το είδος της γνώσης όπου ο καθένας διατυπώνει διαφορετικές απόψεις πάνω στα ίδια πράγματα, συσχετίζοντάς τα με τον εαυτό του, δηλαδή αυτό που ο Σπινόζα ονόμασε γνώση με τη φαντασία. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητό το πώς και ο μαρξισμός θεωρήθηκε ι., γύρω από την οποία εμφανίστηκαν κατά τον 20ό αι. οι περισσότερες συζητήσεις και εμβαθύνσεις που προκάλεσε η ιδεολογική διδασκαλία (Σορέλ, Μανχάιμ, Λένιν).
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις του όρου, η ι. συνοδεύει μια στιγμή του ιστορικού γίγνεσθαι, είναι συνδεδεμένη με τον ιστορικό χαρακτήρα και ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας εποχής. Καμία κοινωνία δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς μια ιδεολογική εκπροσώπηση που να τη νομιμοποιεί.
Ο Φρίντριχ Ένγκελς υποστήριξε ότι «η ιδεολογία είναι μια νομοτέλεια που ο υποτιθέμενος διανοητής ακολουθεί ασφαλώς ενσυνείδητα, αλλά με σφαλερή συνείδηση».
Η σκέψη του Καρλ Μαρξ καθόρισε τις ιδεολογικές συγκρούσεις του 20ου αι. (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *η1. φιλοσοφικό σύστημα που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση τών γνώσεων τού ανθρώπου για την επέμβαση στις κοινωνικές σχέσεις, για τον έλεγχο τών ομαδικών και ατομικών δραστηριοτήτων, για τη μετατροπή τών σχέσεων τής παραγωγής, για την κατεύθυνση τού πολιτισμού2. οι πολιτικές ή κοινωνικές πεποιθήσεις υπό τη θεωρητική ή πρακτική σημασία τους («η ιδεολογία τών σοσιαλιστών»)3. ορισμένη ηθική ή κοινωνική ή πολιτική αρχή στην οποία προσηλώνεται κάποιος χωρίς ιδιοτέλεια ή φιλαυτία4. συνεκδ. οι ανιδιοτελείς σκοποί5. θεωρία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, φαντασιοσκοπία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologie < ideo- (πρβλ. ιδέα) + -logie (πρβλ. -λογια < -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.